- όφις
- (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7).
* * *ο (ΑΜ ὄφις, -εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος)1. φίδι2. ως κύριο όν. ο Όφιςαστερισμός τής περιοχής τού ουράνιου ισημερινού, πολύ εκτεταμένος σε μήκος3. θρησκειολ. ενσάρκωση ή σύμβολο, συνήθως αγαθού, δαίμονας4. θεολ. η ενσάρκωση τού διαβόλου, τού Εωσφόρου5. φρ. «γίνεσθε φρόνιμοι ὡς ὄφεις»: προτροπή για να είναι κανείς συνετός, αλλά και να αμύνεται σκληρά όταν προσβάλλεται, όπως ο όφιςνεοελλ.1. μτφ. δόλιος και ύπουλος άνθρωπος2. ζωολ. γενική ονομασία τών ερπετών τής υπόταξης τών οφιδίων3. φρ. «όφις τού φαραώ» — παλαιότερη ονομασία τής χημικής ένωσης θειοκυανικός υδράργυροςαρχ.1. οφιοειδές βραχιόλι2. οφιοειδής γύμνωση τών τριχών τής κεφαλής, αλλ. οφίασις3. είδος αναρριχητικού φυτού4. είδος ψαριού5. είδος σκώληκα6. φρ. α) «πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν» μεταφορική χρήση για το βέλος (Αισχύλ.)β) «τρικάρηνος ὄφις» — χάλκινο φίδι αφιερωμένο στους Δελφούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονόματα εντόμων και ερπετών (πρβλ. μύρμηξ) που χρησιμοποιούνται ευρύτερα στην καθημερινή γλώσσα υπόκεινται σε φθογγικές μεταβολές και εμφανίζονται σε μεγάλη ποικιλία μορφών κατά γλώσσα, τόσο ώστε είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η αρχική μορφή τής ρίζας τους. Η λ. όφις αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. ahi- και αβεστ. aži- «φίδι», που εμφανίζουν δασύ χειλοϋπερωικό φθόγγο (IE *ogwhi-). Στην αρμεν. ο τ. iž εμφανίζει φωνήεν -e- ενώ στη Λατινική ο τ. anguis έχει σχηματιστεί με φωνηεντισμό an- (< *n) και ηχηρό χειλοϋπερωικό φθόγγο *gw (πρβλ. και αρχ. πρωσ. angis). Οι ελλ. τ., εξάλλου, ἔχις* και ἔγχελυς* με βραχύ αρκτικό ε- και κλειστό ουρανικό σύμφωνο φαίνεται ότι ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, λοιπόν, οι τ. τών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών με σημ. «φίδι» παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις και ως προς το αρκτικό φωνήεν: *ē, *o-, *an- (< *n-) αλλά και ως προς το σύμφωνο τής ρίζας: *-gw-, -gwh- *-gh-.ΠΑΡ. οφ(ε)ίδιο(ν), οφ(ε)ίτης, οφιανοί, οφίαση(ις) αρχ. οφιακός, οφιόεις, οφιόνεος, οφιότηςαρχ.-μσν.οφιώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οφιόδηκτος, οφιοειδής, οφιοκέφαλος, οφιόμορφος, οφιοπλόκαμος, οφίουρος, οφιούχος, οφιοφάγοςαρχ.οφεοδαίμων, οφεοπρόσωπος, οφιείκελος, οφιοβόρος, οφιογενής, οφιόδειρος, οφιοδιώκτης, οφιοκτόνη, οφιομάχος, οφιονίκοι, οφιοπαίκτης, οφιόπους, οφιοπρόσωπος, οφιόσπαρτος, οφιοφόροςαρχ.-μσν.οφιοκτόνοςμσν.οφιογέννημα, οφιογνώμων, οφιόθριξ, οφιότροπος, οφιοτρόφος, οφιόφωνοςνεοελλ.οφίαυλος, οφιολάτρης].
Dictionary of Greek. 2013.